ἀοριστία — ἀοριστίᾱ , ἀοριστία indefiniteness fem nom/voc/acc dual ἀοριστίᾱ , ἀοριστία indefiniteness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοριστίᾳ — ἀοριστίᾱͅ , ἀοριστία indefiniteness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αοριστία — η αβεβαιότητα, ασάφεια: Αυτή η αοριστία στην υπόθεσή του τον είχε κουράσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀοριστίας — ἀοριστίᾱς , ἀοριστία indefiniteness fem acc pl ἀοριστίᾱς , ἀοριστία indefiniteness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοριστίαν — ἀοριστίᾱν , ἀοριστία indefiniteness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβεβαιότητα — η (Α ἀβεβαιότης) [ἀβέβαιος] 1. έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία 2. ασάφεια, αοριστία αρχ. αστάθεια, ακαταστασία … Dictionary of Greek
αδιοριστία — ἀδιοριστία, η (Α) [ἀδιόριστος] αοριστία … Dictionary of Greek
αοριστολογικός — ή, ό 1. αυτός που λέγεται με αοριστία ή περιέχει ασάφεια 2.(Γραμμ.) «αοριστολογικές (ή αόριστες) αντωνυμίες» αντωνυμίες που εκφράζουν κάτι αόριστο και γενικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αοριστολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο λεξικό του Σκαρλάτου… … Dictionary of Greek
γενικότητα — η 1. η ιδιότητα τού γενικού 2. ασάφεια, αοριστία … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek